κόπος

κόπος
ο (ΑM κόπος)
1. κάματος, κόπωση, κούραση («οὐδὲ τὰ γόνατα κόπος έλεῑ μου καματηρός», Αριστοφ.)
2. η καταβολή σωματικών δυνάμεων ή ψυχικών προσπαθειών, εργασία (α. «κάθε μέρα σκοτώνεται στη δουλειά και κανείς δεν λογαριάζει τον κόπο του» β. «μήπως... εἰς κενὸν γένηται ὁ κόπος ἡμῶν», ΚΔ)
3. ταλαιπωρία, μόχθος («ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις», ΚΔ)
4. (γνωμ.) «τἀγαθὰ κόποις κτῶνται» — για να αποκτήσεις κάτι καλό πρέπει να κοπιάσεις
νεοελλ.
1. η αμοιβή για καταβαλλόμενη εργασία (α. «δεν μού πληρώνει τους κόπους μου» β. «μού 'φαγε τον κόπο μου»)
2. φρ. α) «κάνεις τον κόπο να...» — μπορείς σε παρακαλώ να...
β) «δεν αξίζει τον κόπο» — είναι ανάξιο λόγου
γ) «χαμένος κόπος» — ματαιοπονία
δ) «τού 'μεινε ο κόπος διάφορο» — λέγεται γι' αυτούς που εργάστηκαν χωρίς αμοιβή
νεοελλ.-μσν.
φρ. «χάνω τον κόπο μου» — ματαιοπονώ
αρχ.
1. χτύπημα, πλήγμα («όξύχειρι σὺν κόπω», Αισχύλ.)
2. πόνος από κάποια αρρώστια («ἡνίκ' ἂν κόπος μ' ἀπαλλάξῃ ποτέ», Σοφ.)
3. φρ. «κόπον παρέχω» — στενοχωρώ, ενοχλώ («τί κόπους παρέχετε τῇ γυναικί;», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω. Η ετυμολογική προέλευσή του διατηρείται στο β' συνθετικό ορισμένων λ., όπως λ.χ. στη λ. α-διά-κοπος. Ωστόσο, πολύ νωρίς η λ. πήρε τη σημ. «μόχθος», με την οποία εμφανίζεται στα περισσότερα παρ. και σύνθετά της].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοπός — κοπός, ὁ (Μ) ίχνη βημάτων πάνω στο χώμα, μονοπάτι, ντορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπτω (θ. κοπ , πρβλ. παθ. αορ. β ἐ κόπ ην) + κατάλ. ος] …   Dictionary of Greek

  • κόπος — striking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • κόπος — ο 1. μόχθος, κούραση. 2. αμοιβή για τους κόπους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόπω — κόπος striking masc nom/voc/acc dual κόπος striking masc gen sg (doric aeolic) κοπόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόποι — κόπος striking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόποις — κόπος striking masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπον — κόπος striking masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπου — κόπος striking masc gen sg κοπόω weary pres imperat act 2nd sg κοπόω weary imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόπους — κόπος striking masc acc pl κοπόω weary imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”